- προσκηδής
- -ές, Α1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά3. συγγένεια από αγχιστεία4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέεςοι συγγενείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα, συγγένεια»), πρβλ. ἀπο-κηδής)].
Dictionary of Greek. 2013.